- στιλβηδόνα
- η / στιλβηδών, -όνος, ΝΜΑστιλπνότητα, λαμπρότητα, στίλβημσν.-αρχ.ακτινοβολία (α. «στιλβηδόνες ὀφθαλμῶν», Φιλόδ.β. «ἡ τῶν ὅπλων στιλβηδῶν», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + εκφρ. επίθημα -ηδών (πρβλ. ἀχθ-ηδών, λαμπ-ηδών)].
Dictionary of Greek. 2013.